χειραψία

χειραψία
η, ΝΜΑ [χειραπτῶ]
νεοελλ.
1. το να δίνουν δύο άνθρωποι τα χέρια, το σφίξιμο τών χεριών για χαιρετισμό ή για επιβεβαίωση υπόσχεσης
2. φρ. «ψευδής υπόσχεση χειραψίας»
(νομ.)
παράβαση συμφωνίας που έγινε με χειραψία ενώπιον τού δικαστηρίου ή ανακριτικών αρχών
μσν.
ελαφρό τρίψιμο, μασάζ
αρχ.
1. συμπλοκή με τα χέρια, μάχη εκ τού συστάδην
2. (στην πάλη) λαβή σε αντίπαλο με σκοπό το ρίξιμό του καταγής
3. (σε χειρουργικές επεμβάσεις) προσεκτική, ανάλαφρη κίνηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειραψίᾳ — χειραψίᾱͅ , χειραψία violence offered fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειραψία — η το να δίνουν τα χέρια δύο άτομα για χαιρετισμό ή για επιβεβαίωση συμφωνίας: Τους χαιρετούσε όλους με χειραψία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειραψίας — χειραψίᾱς , χειραψία violence offered fem acc pl χειραψίᾱς , χειραψία violence offered fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειραψίαι — χειραψίᾱͅ , χειραψία violence offered fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειραψίαν — χειραψίᾱν , χειραψία violence offered fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειραψίαις — χειραψία violence offered fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Cheap Pop for the Elite — Studio album by Kore. Ydro. Released 13 February 2006 Recorded September 2004 April 2005 – June 2005 Genre …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”